- παντοφαγία
- -ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 1,27eating of strange meat, indiscriminate eat-ing, eating all kinds of food indiscriminately; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
παντοφαγία — παντοφαγίᾱ , παντοφαγία indiscriminate eating fem nom/voc/acc dual παντοφαγίᾱ , παντοφαγία indiscriminate eating fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοφαγία — ἡ, ΜΑ [παντοφάγος] το να τρώγει κάποιος όλα αδιακρίτως τα φαγητά … Dictionary of Greek
παντοφαγίας — παντοφαγίᾱς , παντοφαγία indiscriminate eating fem acc pl παντοφαγίᾱς , παντοφαγία indiscriminate eating fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek